ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

βλέπω (ρ.) βλέπου [ˈvlepu] Σίλ. Παρατατ. βλέπισκα [ˈvlepiska] Σεμέντρ. Αόρ. είρα [ˈira] Σίλ. ριω [rʝo] Σίλ. Από το αρχ. ρ. βλέπω. Ο μεταγν. αόρ. εἶδα υποκατάστατος.
1. Βλέπω, κοιτάζω ό.π.τ. : Νη μου βλέπεις (Μη με κοιτάς) Σίλ. -Κωστ.Σ. Είρα του πέφτσεινι (Τον είδα ότι πλάγιαζε) Σίλ. -Κωστ.Σ. 'πώσκαν του είρι νταρι̂́λτζησι (Mόλις τον είδε θύμωσε) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ5 Συνών. θωρώ, ντρανώ
2. Φυλάω ή παραφυλάω Σίλ. : 'γώ βλέπου τα γουζιά (Εγώ φυλάω τα πρόβατα) Σίλ. -Κωστ.Σ. Σε βλέπου να γεβείς (Σε παραφυλώ να περάσεις) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Συνών. απαντέχω, φυλάγω
3. Περιμένω Σίλ. : Τσις καν ένι, νας βλέπει (Όποιος και αν είναι, ας περιμένει) Σίλ. -Κωστ.Σ. Σε βλέπου τον αλεφρό μου (Θα περιμένω τον αδελφό μου) Σίλ. -Κωστ.Σ. Κόρη του βαβάν τζ̑ης βλέπει του, ως που να νάρτει (Η κόρη περίμενε τον πατέρας της, ώσπου να έρθει) Σίλ. -Dawk. Τσίνα βλέπεις; (Ποιον περιμένεις;) Σίλ. -Κωστ.Σ. Μπιρ νι τση γουλτώσου τση ζουλειά μου, ρε μπορώ να νάρτου, νι μι βλέπεις (Πριν να τελειώσω την δουλειά μου δεν μπορώ να έρθω, μη με περιμένεις) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Συνών. απαντέχω, γκιοζλετίζω, μπεκλετίζω, στέκω, φυλάγω