βλέπω
(ρ.)
βλέπου
[ˈvlepu]
Σίλ.
Παρατατ.
βλέπισκα
[ˈvlepiska]
Σεμέντρ.
Αόρ.
είρα
[ˈira]
Σίλ.
ριω
[rʝo]
Σίλ.
Από το αρχ. ρ. βλέπω. Ο μεταγν. αόρ. εἶδα υποκατάστατος.
2. Φυλάω ή παραφυλάω
Σίλ.
:
'γώ βλέπου τα γουζιά
(Εγώ φυλάω τα πρόβατα)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Σε βλέπου να γεβείς
(Σε παραφυλώ να περάσεις)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Συνών.
απαντέχω, φυλάγω
3. Περιμένω
Σίλ.
:
Τσις καν ένι, νας βλέπει
(Όποιος και αν είναι, ας περιμένει)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Σε βλέπου τον αλεφρό μου
(Θα περιμένω τον αδελφό μου)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Κόρη του βαβάν τζ̑ης βλέπει του, ως που να νάρτει
(Η κόρη περίμενε τον πατέρας της, ώσπου να έρθει)
Σίλ.
-Dawk.
Τσίνα βλέπεις;
(Ποιον περιμένεις;)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Μπιρ νι τση γουλτώσου τση ζουλειά μου, ρε μπορώ να νάρτου, νι μι βλέπεις
(Πριν να τελειώσω την δουλειά μου δεν μπορώ να έρθω, μη με περιμένεις)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Συνών.
απαντέχω, γκιοζλετίζω, μπεκλετίζω, στέκω, φυλάγω