ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

βολά (ουσ. θηλ.) βολά [voˈla] Ανακ., Ποτάμ. Από το νεότ. ουσ. βολά, το οπ. από το αρχ. ουσ. βολή, με κλιτ. επίθμ. αναλογ. προς το φορά. Η σημ. μεσν.
Φορά ό.π.τ. : Τρία βολές φάιζαμ' τα, τρία βολές πααίνισκεν το φαΐ σα ποδάρια τουνε (Τρεις φορές τα ταΐζαμε, τρεις φορές πήγαινε το φαΐ στα ποδάρια τους) Ανακ. -Κωστ.Α. Πόσα βολές είδα τον Άγιο Χαράλαμbο· σο όνειρο, ξύπνα ήταν, δεν το ξέρω, είδα το (Πόσες φορές είδα τον Αγ. Χαράλαμπο· στο όνειρο, στο ξύπνιο ήταν δεν το ξέρω, τον είδα) Ποτάμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Συνών. βακίτι, κερέ :1, σεφέρι, φορά