βολόνι
(ουσ. ουδ.)
βολόνι
[voˈloni]
Ανακ., Σινασσ., Φερτάκ.
βολόν̑ι
[voˈloɲi]
Σίλ.
βολόν'
[voˈlon]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Δίλ., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Ποτάμ., Σεμέντρ., Σίλατ., Σινασσ., Τσαρικ., Φερτάκ., Φλογ.
βι-όνι
[viˈoni]
Τσουχούρ., Φάρασ., Φκόσ.
βγόνι
[ˈvɣoni]
Τσουχούρ.
Από το μεσν. ουσ. βελόνιν (υποκορ. του αρχ. ουσ. βελόνη) με υποχωρητ. αφομ. [e-o] > [o-o]. Ο τύπ. βι-όνι από βελόνι με ομαλή αποβ. του [l] και ανομ. ύψους [eo] > [io] (Aνδριώτης 1948: 19).
1. Βελόνι
ό.π.τ.
:
Βολονιού το μάσ̑'
(Το μάτι της βελόνας)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Βολονιού ντο τυρπί
(Η τρύπα της βελόνας)
Τσαρικ.
-Καραλ.
Έλα να μ' περάσ' ντου βολόν'
(Έλα να μου περάσεις την κλωστή στην βελόνα)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Πέριξιν ντου βολόν' την κλωστή
(Πέρασε την κλωστή στην βελόνα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Έχισ̑κα 'να αλτι̂νιού βολόν' κι ικείνο λάχ'σα το qαϊτούρ' τον κώλο
(Eίχα ένα χρυσό βελόνι και το έμπηξα στον κώλο του γαϊδάρου)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Παίρνει τώρα το βγόνι με την κωστή
(Παίρνει τώρα την βελόνα με την κλωστή)
Τσουχούρ.
-VLACH
|| Φρ.
Αν qουνdήεις βολόν', 'ς̑ τη γη δεν πέφτ'
(Αν ρίξεις βελόνι, στην γη δεν πέφτει˙ δεν πέφτει καρφίτσα, γίνεται το αδιαχώρητο)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Με τα δυο βολόνια ράφτει
(Ράβει με δύο βελόνες˙ είναι διπρόσωπος)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Έφαγεν βολόν'
(Έφαγε βελόνι˙ αδυνάτισε πολύ)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Πέρασάν ντο βολόνια
(Του πέρασαν βελόνες˙ του έκαναν θεραπεία βελονισμού)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Έχασ' η Βενετιά βολόν'
(Έχασ' η Βενετιά βελόνι˙ ειρων., για ασήμαντη απώλεια)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
|| Παροιμ.
Το βολόν' χάχτα το σίφταχ' σο γιαυτό σ' και σόνgρα το σακ'ράφ' σο χώρα
(Μπήξε πρώτα στον εαυτό σου την βελόνα και μετά την σακκοράφα στον ξένο˙ κρίνε πρώτα τα δικά σου ελαττώματα και μετά των άλλων)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Πβ.
αδροβόλονο, τσιμπίδι, τσίπρα, τσόπι
2. Αγκίστρι
Φάρασ., Φκόσ.
3. Βελονοειδές στολίδι γυναικείου καλύμματος κεφαλής
Αξ.
4. Ένεση
Τσουχούρ.
:
O γύφτους δώτσιν τα λιάα βι-όνα τους τα ποίτσιν, εϊλέντσιν το γαϊδίρι
(Ο γύφτος του έκανε λίγες ενέσεις, τι του έκανε, καλυτέρεψε το γαϊδούρι)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.