ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

βολόνι (ουσ. ουδ.) βολόνι [voˈloni] Ανακ., Σινασσ., Φερτάκ. βολόν̑ι [voˈloɲi] Σίλ. βολόν' [voˈlon] Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Δίλ., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Ποτάμ., Σεμέντρ., Σίλατ., Σινασσ., Τσαρικ., Φερτάκ., Φλογ. βι-όνι [viˈoni] Τσουχούρ., Φάρασ., Φκόσ. βγόνι [ˈvɣoni] Τσουχούρ. Από το μεσν. ουσ. βελόνιν (υποκορ. του αρχ. ουσ. βελόνη) με υποχωρητ. αφομ. [e-o] > [o-o]. Ο τύπ. βι-όνι από βελόνι με ομαλή αποβ. του [l] και ανομ. ύψους [eo] > [io] (Aνδριώτης 1948: 19).
1. Βελόνι ό.π.τ. : Βολονιού το μάσ̑' (Το μάτι της βελόνας) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Βολονιού ντο τυρπί (Η τρύπα της βελόνας) Τσαρικ. -Καραλ. Έλα να μ' περάσ' ντου βολόν' (Έλα να μου περάσεις την κλωστή στην βελόνα) Μισθ. -Κωστ.Μ. Πέριξιν ντου βολόν' την κλωστή (Πέρασε την κλωστή στην βελόνα) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Έχισ̑κα 'να αλτι̂νιού βολόν' κι ικείνο λάχ'σα το qαϊτούρ' τον κώλο (Eίχα ένα χρυσό βελόνι και το έμπηξα στον κώλο του γαϊδάρου) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Παίρνει τώρα το βγόνι με την κωστή (Παίρνει τώρα την βελόνα με την κλωστή) Τσουχούρ. -VLACH || Φρ. Αν qουνdήεις βολόν', 'ς̑ τη γη δεν πέφτ' (Αν ρίξεις βελόνι, στην γη δεν πέφτει˙ δεν πέφτει καρφίτσα, γίνεται το αδιαχώρητο) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Με τα δυο βολόνια ράφτει (Ράβει με δύο βελόνες˙ είναι διπρόσωπος) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Έφαγεν βολόν' (Έφαγε βελόνι˙ αδυνάτισε πολύ) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Πέρασάν ντο βολόνια (Του πέρασαν βελόνες˙ του έκαναν θεραπεία βελονισμού) Μισθ. -Κωστ.Μ. Έχασ' η Βενετιά βολόν' (Έχασ' η Βενετιά βελόνι˙ ειρων., για ασήμαντη απώλεια) Σινασσ. -Αρχέλ. || Παροιμ. Το βολόν' χάχτα το σίφταχ' σο γιαυτό σ' και σόνgρα το σακ'ράφ' σο χώρα (Μπήξε πρώτα στον εαυτό σου την βελόνα και μετά την σακκοράφα στον ξένο˙ κρίνε πρώτα τα δικά σου ελαττώματα και μετά των άλλων) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Πβ. αδροβόλονο, τσιμπίδι, τσίπρα, τσόπι
2. Αγκίστρι Φάρασ., Φκόσ.
3. Βελονοειδές στολίδι γυναικείου καλύμματος κεφαλής Αξ.
4. Ένεση Τσουχούρ. : O γύφτους δώτσιν τα λιάα βι-όνα τους τα ποίτσιν, εϊλέντσιν το γαϊδίρι (Ο γύφτος του έκανε λίγες ενέσεις, τι του έκανε, καλυτέρεψε το γαϊδούρι) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr.