ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

βοηθώ (ρ.) βοηθώ [voiˈθο] Φλογ. βοηθάου [voiˈθau] Φάρασ. βοθώ [voˈθo] Σινασσ. βοθιώ [voˈθʝo] Αξ., Μαλακ. βοητώ [voiˈto] Μισθ. Παρατατ. βόηθανα [ˈvoiθana] Φλογ. βόητανα [ˈvoitana] Μισθ. Αόρ. βόησα [ˈvoisa] Μισθ., Τσαρικ., Φλογ. Υποτ. βογηθήσω [voʝiˈθiso] Σινασσ. Προστ. Πληθ. βοθιάτ' [voˈθʝat] Αξ. Αρχ. ρ. βοηθέω-ῶ. Ο τύπ. βοθώ ήδη μεσν. Ο τύπ. βοθιώ με μετάθ.
Βοηθώ ό.π.τ. : Παρακάλ'σεν τον Θεγό να τον βογηθήσ' (Παρακάλεσε τον Θεό να τον βοηθήσει) Σινασσ. -Αρχέλ. Βοθιάτ' με λίγο (Βοηθήστε με λίγο) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. «Κλίνε, ξ̑ύλο μ’, κλίνε κι ας βοθιήσω ένα κάκα»· καταβαίν', βοθιά το («Γείρε, ξύλο μου, γείρε κι ας βοηθήσω μιά γριούλα»· κατεβαίνει, την βοηθάει) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Βοητούμ' το, βοητά μας (Τον βοηθάμε, μας βοηθάει) Μισθ. -Κωστ.Μ. Aν γουλτώσου αψά, έρουμι βοητώ σι τσ̑' ογώ (Αν τελειώσω νωρίς, έρχομαι να σε βοηθήσω κι εγώ) Μισθ. -Φατ. Ήρτα τσ̑αγά να σι βοητήσου (Ήρθα εδώ να σε βοηθήσω) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Δου μάνα σ' τις να δου βοητήσ', τις να χιωρήσ' όργου (Την μάνα σου ποιος να την βοηθήσει, ποιος να κάνει καμιά δουλειά) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Ήρταν τλλα Μισ̑ώτ', βόησαν ντα τσι σου τέλος κατακώλτσαν ντα Τουρκούς τσ' έχσαν ντου χωριό (Ἠρθαν κι άλλοι Μιστιώτες, τους βοήθησαν, και στο τέλος έδιωξαν τους Τούρκους κι έχτισαν το χωριό) Τσαρικ. -Καραλ. Συνών. γιαρντιμλατίζω