ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

βοϊδίτσι (ουσ. ουδ.) βοϊδίτσι [voiˈðitsi] Ανακ. βοϊτίτσι [βοϊτίτσι] Φλογ. βοδίτσ' [voˈðits] Μισθ. Από το ουσ. βόδι, όπου και τύπ. βόιδι, και το παραγωγ. επίθμ. -ίτσι.
Μικρό βόδι, μόνο σε άσμ. ό.π.τ. : || Ασμ. Άγιο Βασίλ' αφένdα μου, καλόν ζευγάρι λάμνεις
Έχει και τα βοδίτσα του χρυσά και ασημένια
(Άγιε Βασίλη, άρχοντά μου, με ωραίο ζευγάρι οργώνεις
Έχει και τα βοϊδάκια του στολισμένα με χρυσό και ασήμι)
Μισθ. -Κωστ.Μ.