βιτβίτσα
(ουσ. θηλ.)
βιτβίτσα
[vitˈvitsa]
Μαλακ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. επιφών. vit vit = α) φλυαρία β) κρώξιμο πάπιας, και το παραγωγ. επίθμ. -ίτσα. Πβ. και βιλβιδόνι = φλύαρος Α.Θράκ. (ΙΛΝΕ)
Είδος χελιδονιού