βιος
(ουσ. ουδ.)
βιος
[vʝos]
Μισθ., Σινασσ.
βιο
[vʝo]
Σίλατ.
βίος
[ˈvios]
Μαλακ., Σινασσ.
οβιός
[oˈvʝos]
Μαλακ.
Από το μεσν. ουσ. τὸ βίος, το οπ. από το αρχ. ουσ. ὁ βίος. O τύπ. οβιός λόγω συνεκφ. με το οριστ. άρθρ.
Περιουσία, πλούτος
ό.π.τ.
:
Έφαγε το βιο τ'
(Κατασπατάλησε την περιουσία του)
Σίλατ.
-Φαρασόπ.
Συνών.
βαρλίκι, γρόσι, ζεγκιννίκι, λογάρι, μάλι