ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

βιος (ουσ. ουδ.) βιος [vʝos] Μισθ., Σινασσ. βιο [vʝo] Σίλατ. βίος [ˈvios] Μαλακ., Σινασσ. οβιός [oˈvʝos] Μαλακ. Από το μεσν. ουσ. τὸ βίος, το οπ. από το αρχ. ουσ. ὁ βίος. O τύπ. οβιός λόγω συνεκφ. με το οριστ. άρθρ.
Περιουσία, πλούτος ό.π.τ. : Έφαγε το βιο τ' (Κατασπατάλησε την περιουσία του) Σίλατ. -Φαρασόπ. Συνών. βαρλίκι, γρόσι, ζεγκιννίκι, λογάρι, μάλι