βιζβίζα
(ουσ. θηλ.)
βιζβίζα
[viˈzviza]
Ανακ., Τροχ.
βουζβούζα
[vuˈzvuza]
Σίλατ.
βούζα
[ˈvuza]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. vızvız (böceği) = έντομο που βομβεί, απώτερα ηχομιμητ. Η λ. και Προπ., Πόντ. (ΙΛΝΕ).
1. Είδος μικρού εντόμου
Ανακ., Φάρασ.
2. Παιδικό παιχνίδι με ξυλάκι ή έντομο δεμένο σε κλωστή, που στριφογυρίζεται στον αέρα και βομβεί
Ανακ., Σίλατ.