βετσώνα
(ουσ. θηλ.)
βετσώνα
[veˈtsona]
Μισθ.
Πληθ.
βετσώνις
[veˈtsonis]
Μισθ.
Aπό το ουσ. κοβέτσι (σημ. 2), όπου και τύπ. βέτσι, και το παραγωγ. επίθμ. -ώνας.
Αδένες, όρχεις