ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

βετσώνα (ουσ. θηλ.) βετσώνα [veˈtsona] Μισθ. Πληθ. βετσώνις [veˈtsonis] Μισθ. Aπό το ουσ. κοβέτσι (σημ. 2), όπου και τύπ. βέτσι, και το παραγωγ. επίθμ. -ώνας.
Αδένες, όρχεις
Τροποποιήθηκε: 27/08/2024