βερεσέ
(επίρρ.)
βερεσ̑έ
[vereˈʃe]
Φάρασ., Φλογ.
βερεσέ
[vereˈse]
Μισθ.
βα̈ρα̈σ̑α̈́
[væræˈʃæ]
Αφσάρ., Μισθ.
Αρσ.
βερεσ̑ές
[vereˈʃes]
Φάρασ.
βερεσι-έρια
[veresiˈerʝa]
Αραβαν.
Από το νεότ. βερεσέ, το οπ. από το τουρκ. επίρρ. veresiye = επί πιστώσει. Για τον σχηματ. του επιρρηματ. τύπ. βερεσι-έρια < βερεσιέδια ως αν από πληθ. ουδ., πβ. ασιρούδια, μπαχαλούδια.
1. Ως επίρρ., επί πιστώσει
ό.π.τ.
:
|| Παροιμ.
Βερεσι-έρια ότσ̑ις πγίν' κρασ̑ί, ερυό φοράς μερύσ̑κ'
(Όποιος πίνει βερεσέ κρασί, δυό φορές μεθάει˙ όταν πληρώνει ή υφίσταται τις συνέπειες άλλος, εκμεταλλευόμαστε την κατάσταση)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Ὀτις πίνει βερεσέ κρασί, μεθά δυό φορέδες
(Όποιος πίνει βερεσέ κρασί, μεθά δυό φορές˙ το ίδιο)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
β.
Μάταια, άδικα
:
Βερεσι-έρια μη λαλείς
(Μη μιλάς άδικα, μη χάνεις τα λόγια σου
)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
2. Ως ουσ., η πίστωση
Φάρασ.