βερικοκκιώνα
(ουσ. θηλ.)
βορ'κοκκιώνα
[vorkoˈcona]
Αξ.
βορ'κοτσ̑ώνα
[vorkoˈtʃona]
Μισθ.
Από το ουσ. βερικόκκι, όπου και τύπ. βορ'κόκκι και βορ'κότσ', και το παραγωγ. επίθμ. -ώνας.
Επιθυμία για βερίκοκκα
ό.π.τ.
:
Κρεύω να φάω βορ'κόκκια να πάρω τη βορ'κοκκιώνα μ'
(Θέλω να φάω βερίκοκκα να μου περάσει η επιθυμία για βερίκοκκα)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.