ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

βερικοκκιώνα (ουσ. θηλ.) βορ'κοκκιώνα [vorkoˈcona] Αξ. βορ'κοτσ̑ώνα [vorkoˈtʃona] Μισθ. Από το ουσ. βερικόκκι, όπου και τύπ. βορ'κόκκι και βορ'κότσ', και το παραγωγ. επίθμ. -ώνας.
Επιθυμία για βερίκοκκα ό.π.τ. : Κρεύω να φάω βορ'κόκκια να πάρω τη βορ'κοκκιώνα μ' (Θέλω να φάω βερίκοκκα να μου περάσει η επιθυμία για βερίκοκκα) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ.