βέρα
(ουσ. θηλ.)
Πληθ.
βέρις
[ˈveris]
Μισθ.
Μεσν. ουσ. βέρα = δαχτυλίδι αρραβώνα, από το βενετ. ουσ. vera = α) μεταλλικός δακτύλιος β) δαχτυλίδι γάμου.
Οι τέσσερις παράλληλοι κύκλοι του δαχτυλιδιού, που συγκρατιούνταν περνώντας από ισάριθμες τρύπες στην επιφάνεια ενός μεταλλικού κοσμήματος που είχε την θέση της πέτρας του δαχτυλιδιού
Τροποποιήθηκε: 27/08/2024