βέρα
(ουσ. θηλ.)
Πληθ.
βέρις
[ˈveris]
Μισθ.
Μεσν. ουσ. βέρα = δαχτυλίδι αρραβώνα, από το βενετ. ουσ. vera = α) μεταλλικός δακτύλιος β) δαχτυλίδι γάμου.
Οι τέσσερις παράλληλοι κύκλοι του δαχτυλιδιού, που συγκρατιούνταν περνώντας από ισάριθμες τρύπες στην επιφάνεια ενός μεταλλικού κοσμήματος που είχε την θέση της πέτρας του δαχτυλιδιού