βενταλαστίζω
(ρ.)
βεdαλασ̑τι̂́ζω
[vedalaˈʃtɯzo]
Αξ.
Από το τουρκ. ρ. vedalaşmak = λέω αντίο, αποχαιρετώ.
Αποχαιρετιέμαι με κάποιον πριν αναχωρήσω.