βέργα
(ουσ. θηλ.)
βέργα
[ˈverɣa]
Σίλ.
Από το μεσν. ουσ. βέργα (<λατιν. virga). Η σημ. ‘σκουλαρίκι' και Ικαρ. Κάρπ. Λιβύσσ. (ΙΛΝΕ, λ. βέργα).
Χρυσό σκουλαρίκι από έναν ή περισσότερους χρυσούς κρίκους
:
Κουγιουμτζ̑ής ποίκιν τζ̑η μιά ζ'γάζ' βέργες πολ̑ύ χοσ̑άσις
(Ο χρυσοχόος της έφτιαξε ένα ζευγάρι σκουλαρίκια πολύ όμορφα)
Σίλ.
-Dawk.
Τσ̑αλιστά τες βέργες· γουλτών̑-ν̑ει τες
(Δουλεύει, επεξεργάζεται τα σκουλαρίκια, τα τελειώνει)
Σίλ.
-Dawk.