ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

βέργα (ουσ. θηλ.) βέργα [ˈverɣa] Σίλ. Από το μεσν. ουσ. βέργα (<λατιν. virga). Η σημ. ‘σκουλαρίκι' και Ικαρ. Κάρπ. Λιβύσσ. (ΙΛΝΕ, λ. βέργα).
Χρυσό σκουλαρίκι από έναν ή περισσότερους χρυσούς κρίκους : Κουγιουμτζ̑ής ποίκιν τζ̑η μιά ζ'γάζ' βέργες πολ̑ύ χοσ̑άσις (Ο χρυσοχόος της έφτιαξε ένα ζευγάρι σκουλαρίκια πολύ όμορφα) Σίλ. -Dawk. Τσ̑αλιστά τες βέργες· γουλτών̑-ν̑ει τες (Δουλεύει, επεξεργάζεται τα σκουλαρίκια, τα τελειώνει) Σίλ. -Dawk.