βέμπω
(ρ.)
βέμbου
[ˈvembu]
Σίλ.
βέbου
[ˈvebu]
Σίλ.
γέbου
[ˈʝebu]
Σίλ.
βέμνου
[ˈvemnu]
Σίλ.
βέπνου
[ˈvepnu]
Σίλ.
βίπνου
[ˈvipnu]
Σίλ.
Αόρ.
έβιψα
[ˈevipsa]
Σίλ.
έγιψα
[ˈeʝipsa]
Σίλ.
Υποτ.
βέψου
[ˈvepsu]
Σίλ.
μέψου
[ˈmepsu]
Σίλ.
Από το αρχ. ρ. πέμπω, με πλήρη αφομ. και κατόπιν ανομ. τρόπου άρθρωσης (pembo > bembo > vembo). Ο τύπ. βέπνου με προσθήκη έρρινου χαρακτήρα πιθ. με βάση το θ. αορ. βεψ- αναλογ. προς άλλα ρ. όπως στέλνω, φέρνω κ.τ.ό. Πβ. νεότ. ρ. πεύω (Mackridge 2021: 65).
Στέλνω
ό.π.τ.
:
Βαβάς τσ̑ης βέπν̑ει ένα χιζματκιάρη του, να πάρει τσ̑ην γκόρη
(Ο πατέρας της στέλνει έναν υπηρέτη του, να πάρει την κόρη)
Σίλ.
-Dawk.
Σου βίπνου σου κι ’γώ 'ς ένα τσικ-κί απέσου τέσσερα απάκια παστουρμά
(Σου στέλνω κι εγώ μέσα σε ένα κιούπι τέσσερα κομμάτια παστουρμά)
Σίλ.
-Συλλ.
Βέμνου του ρυό χαρτσά τσ̑η ντομάdα
(Του στέλνω δύο γράμματα την εβδομάδα)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Γέμπου σου ένα χαρτσί
(Σου στέλνω ένα γράμμα)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Έγιψά σου ρυό πορτοκάλια
(Σου έστειλα δυο πορτοκάλια)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Οπού 'ρώ σε σας μέψουσ̑ι όξου
(Από εδώ θα σας στείλουν έξω)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Κιάτ' εβίψ̑ιτι τα μοιριολόγια, νεννιλετζίματα, παραμύρια, γούλα πήρα τα
(Όσα στείλατε μοιρολόγια, νανουρίσματα, παραμύθια, όλα τα πήρα)
Σίλ.
-Καρίπ.
Συνών.
γιολαντίζω, πιτάζω, σαλντώ