βελέντζα
(ουσ. θηλ.)
βελέντζ̑α
[veˈlendʒa]
Μισθ.
βελένσα
[veˈlensa]
Φάρασ.
Νεότ. ουσ. βελέντζα, το οπ. από το τουρκ. velençe ή velense, απώτερα από το τοπων. Valenza (< ιταλ. coperta di Valenza).
Βελέντζα, παχύ μάλλινο κλινοσκέπασμα ή χαλί
ό.π.τ.