βεκίλης
(ουσ. αρσ.)
βεκίλης
[veˈcilis]
Αραβαν., Σινασσ.
βεκ͑ίλης
[vekʰilis]
Φάρασ.
βεκ͑ίλ'
[vekʰil]
Αραβαν., Μαλακ., Φάρασ.
Από το νεότ. ουσ. βεκίλης (Mackridge 2021: 71, 105), το οπ. από το τουρκ. ουσ. vekil = α) αντιπρόσωπος, εκπρόσωπος β) πληρεξούσιος δικηγόρος γ) υπουργός.
Αντιπρόσωπος, πληρεξούσιος
ό.π.τ.
:
Θεού βεκ͑ίλης
(Εκπρόσωπος του Θεού)
Φάρασ.
-Θεοδ.Ιστ.