βγαλσίδι
(ουσ. ουδ.)
βγαλσίδι
[vɣalˈsiði]
Τελμ.
Από το μεσν. ουσ. ἐκβασίδιον = έξοδος με επίδρ. του αορ. θ. του ρ. βγάλλω.
Έξοδος
:
|| Ασμ.
Οπού πάγει σου Χάρο το παγτζέ, άλλο βγαλσίδι δεν έχει
(Όποιος πάει στο περιβόλι του Χάρου, δεν ξαναβγαίνει πια)
Τελμ.
-Καρολ.