ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

βγαλσίδι (ουσ. ουδ.) βγαλσίδι [vɣalˈsiði] Τελμ. Από το μεσν. ουσ. ἐκβασίδιον = έξοδος με επίδρ. του αορ. θ. του ρ. βγάλλω.
Έξοδος : || Ασμ. Οπού πάγει σου Χάρο το παγτζέ, άλλο βγαλσίδι δεν έχει (Όποιος πάει στο περιβόλι του Χάρου, δεν ξαναβγαίνει πια) Τελμ. -Καρολ.