ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

βγαίντσιμο (ουσ. ουδ.) βγ̇αίντσιμο [ˈvɣentsimo] Αξ. βγαίντσιμου [ˈvɣentsimu] Μισθ. Από το ρ. βγαίνω και παραγωγ. επίθμ. -σιμο.
Έξοδος ό.π.τ. : Μαίντσιμου να μείτ', αλλά βγαίντσιμου ντε μπορείτ' να βγούτ', λέ' (Είσοδο να μπείτε μπορείτε, αλλά έξοδο να βγείτε δεν μπορείτε, λέει) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Συνών. βγαίνημα :1, βγάλμα :2