βγαίντσιμο
(ουσ. ουδ.)
βγ̇αίντσιμο
[ˈvɣentsimo]
Αξ.
βγαίντσιμου
[ˈvɣentsimu]
Μισθ.
Από το ρ. βγαίνω και παραγωγ. επίθμ. -σιμο.