βγαίντσιμο
(ουσ. ουδ.)
βγ̇αίντσιμο
[ˈvɣentsimo]
Αξ.
βγαίντσιμου
[ˈvɣentsimu]
Μισθ.
Από το ρ. βγαίνω και παραγωγ. επίθμ. -σιμο.
Έξοδος
ό.π.τ.
:
Μαίντσιμου να μείτ', αλλά βγαίντσιμου ντε μπορείτ' να βγούτ', λέ'
(Είσοδο να μπείτε μπορείτε, αλλά έξοδο να βγείτε δεν μπορείτε, λέει)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Συνών.
βγαίνημα :1, βγάλμα :2