μάση
(ουσ. θηλ.)
μάση
[ˈmasi]
Σινασσ.
Aπό το ρ. μπαίνω, όπου και τύπ. μαίνω και το παραγωγ. επίθημ. -σις > -ση. Πβ. μεσν. ἔμπασις (< αρχ. ἔμβασις).