ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μαρχαμά (ουσ. ουδ.) μαρχαμά [marxaˈma] Αραβαν. Aπό το τουρκ. ουσ. makrama (< αραβ. miqrama) = α) μεγάλο κεντημένο μαντήλι β) κεφαλόδεσμος γ) πετσέτα, όπου και διαλεκτ. τύπ. mahrama, marhama. Πβ. ήδη νεότ. τύπ. μαχραμᾶς και ποντ. μαχραμά και μαρχαμά.
Μαντήλι