μαρχαμά
(ουσ. ουδ.)
μαρχαμά
[marxaˈma]
Αραβαν.
Aπό το τουρκ. ουσ. makrama (< αραβ. miqrama) = α) μεγάλο κεντημένο μαντήλι β) κεφαλόδεσμος γ) πετσέτα, όπου και διαλεκτ. τύπ. mahrama, marhama. Πβ. ήδη νεότ. τύπ. μαχραμᾶς και ποντ. μαχραμά και μαρχαμά.
Μαντήλι