ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μαρούλι (ουσ. ουδ.) μαρούλ' [maˈrul] Γούρδ., Μισθ., Σίλατ., Σινασσ. bαρούλι [baˈruli] Φλογ. Πληθ. μαρούλε [maˈrule] Φάρασ. Από το μεταγν. (< λατιν.) ουσ. μαρούλιον. Πβ. και τουρκ. marul, δάνειο από την ελλ.
Μαρούλι ό.π.τ. : Εσείς έσπειρέτε μαρούλια και ώσπου να χωριστείτε τα μαρούλια έβγαλαν σπόρος (Εσείς σπείρατε μαρούλια κι ώσπου να χωριστείτε τα μαρούλια έβγαλαν σπόρους) Σινασσ. -Τακαδόπ. || Παροιμ. Ανοιξιμός παρούλε, σ̑ειμωνούζ μαρούλε (Του καλοκαιριού παλιούρια, του χειμώνα μαρούλια˙ ό,τι περιφρονούμε το καλοκαίρι, είναι πολύτιμο τον χειμώνα) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.