μαρούλι
(ουσ. ουδ.)
μαρούλ'
[maˈrul]
Γούρδ., Μισθ., Σίλατ., Σινασσ.
bαρούλι
[baˈruli]
Φλογ.
Πληθ.
μαρούλε
[maˈrule]
Φάρασ.
Από το μεταγν. (< λατιν.) ουσ. μαρούλιον. Πβ. και τουρκ. marul, δάνειο από την ελλ.
Μαρούλι
ό.π.τ.
:
Εσείς έσπειρέτε μαρούλια και ώσπου να χωριστείτε τα μαρούλια έβγαλαν σπόρος
(Εσείς σπείρατε μαρούλια κι ώσπου να χωριστείτε τα μαρούλια έβγαλαν σπόρους)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
|| Παροιμ.
Ανοιξιμός παρούλε, σ̑ειμωνούζ μαρούλε
(Του καλοκαιριού παλιούρια, του χειμώνα μαρούλια˙ ό,τι περιφρονούμε το καλοκαίρι, είναι πολύτιμο τον χειμώνα)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.