μαρτυριά
(ουσ. θηλ.)
μαρτυριά
[martiˈrʝa]
Ανακ., Ποτάμ., Τζαλ.
Από το αρχ. ουσ. μαρτυρία. Ο τύπ. μαρτυριά νεότ. (Λεξ. Βλάχ.)
Συμβολικό χρηματικό ποσόν που μοιράζεται στους καλεσμένους κατά την βάπτιση
ό.π.τ.