μαρτουβάλι
(ουσ. ουδ.)
μαρτουβάλι
[martuˈvali]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. martaval = ανοησίες, ψέματα, όπου και διαλεκτ. τύπ. martuval, martıval. Πβ. ποντ. μαρταβάλια = μωρολογίες.
Τερατολογίες, υπερβολές
Συνών.
διάβολος