μαρκάλωμα
(ουσ. ουδ.)
μαργάωμα
[marˈɣaoma]
Φάρασ.
μαργάουμα
[marˈɣauma]
Φάρασ.
Aπό το ρ. μαρκαλώνω, όπου και τύπ. μαργαώνω, και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
1. Φιλονικία, τσακωμός
:
'σείς 'σ' τα μαργαώματα ζ μέρος αν άβου τίπως τζό φτένετε
(Eσείς εκτός από τα μαλώματα τίποτα άλλο δεν κάνετε)
Φάρασ.
-Αναστασ.
Συνών.
καβγάς, ντογίστημα
2. Επίπληξη, κατσάδα
:
Το φσ̑άχ̇ι πάλι ’σ’ τα μαργαώματα τζαι ’σ’του έφεν το ξύ’ο οσάντ’σεν τζ’ ενότουν γαΐλι
(Το παιδί πάλι, από τα μαλώματα και από το ξύλο που έφαγε απηύδησε και συμφώνησε)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Συνών.
αζαρλάτημα, γατιέσιμα, κατσάδα