γατιέσιμα
(ουσ. ουδ.)
γατι-έσιμα
[ɣatiˈesima]
Φάρασ.
Από το ρ. γιατιαίνω, όπου και τύπ. γιατι-έζω, και το παραγωγ. επίθμ. -σιμο, όπου και τύπ. -σιμα.
1. Εκδίωξη, διώξιμο
Συνών.
κατακώλημα, κοβαλάντημα
2. Κατατρεγμός
Συνών.
κατακώλημα, κοβαλάντημα
3. Μάλωμα, κατσάδα
Συνών.
αζαρλάτημα, κατσάδα