κοβαλάντημα
(ουσ. ουδ.)
qοβαλάτημα
[qovaˈlatima]
Μαλακ.
γκοβαλάdημα
[govaˈladima]
Ουλαγ.
γοβαλάτ’μα
[ɣovaˈlatma]
Φάρασ.
Aπό το ρ. κοβαλαντίζω, όπου και τύπ. γοβαλατώ, γκοβαλαdού, και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
1. Καταδίωξη
Μαλακ., Φάρασ.
2. Διώξιμο
Ουλαγ.