κοζτασί
(ουσ. ουδ.)
κοζτασ̑ί
[koztaˈʃi]
Φάρασ.
κόβτασ̑ι
[ˈkovtaʃi]
Φάρασ.
Από το τουρκ. göz taşı = α) γαλάζια πέτρα β) μετεωρίτης.
Θειικός χαλκός, γαλαζόπετρα