κοιμητήρι
(ουσ. ουδ.)
κοιμητήρ'
[cimiˈtir]
Γούρδ.
Από το μεσν. ουσ. κοιμητήριν, το οπ. από το αρχ. ουσ. κοιμητήριον.
Κοιμητήριο, νεκροταφείο