κοινωνία
(ουσ. θηλ.)
κοινωνία
[cinoˈnia]
Ανακ., Αξ., Γούρδ., Μισθ., Σίλ.
κοινωνιά
[cinoˈɲa]
Ανακ., Μαλακ., Ουλαγ., Σίλ., Σινασσ., Φλογ.
κοίνωνια
[ˈcinoɲa]
Ουλαγ.
τσ̑οινωνία
[tʃinoˈnia]
Μισθ., Ουλαγ., Τσουχούρ., Φάρασ.
τσοινωνιά
[tsinoˈɲa]
Μισθ.
τσ̑ουνουνιά
[tʃunuˈɲa]
Μισθ.
τσ̑ουνουριά
[tʃunuˈrʝa]
Μισθ.
τσ̑ουρουνιά
[tʃuruˈɲa]
Μισθ.
Αρχ. ουσ. κοινωνία. Ο τύπ. κοινωνιά ήδη μεσν.
1. Η Θεία Κοινωνία
ό.π.τ.
:
Παπάς κοινωνία δε τα δίνισ̑κε
(Ο παπάς τους εμπύρετους δεν τους μεταλάμβανε)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Κοινωνία να ριχτσ̑εί, πολύ γκουνάχ’ ’ναι
(Το να χυθεί η Θεία Κοινωνία είναι μεγάλη αμαρτία)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Αν τρώιξις πάσκας, παπάς ντέ σε γίνιξι τσ̑ουνουριά
(Αν έτρωγες αρτύσιμο, ο παπάς δεν σου έδινε Θεία Κοινωνία)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Ατό τον Αγιασμό είχαν τα ανdί τσ̑οινωνία, σάμου ήτουνι αν κανείς 'στανιέρη, διτίνκαν τα να πει λέικου
(Αυτόν τον αγιασμό τον είχαν σαν κοινωνία, όταν ήταν κάποιος άρρωστος του έδιναν (για να γίνει καλά) λίγο να πιει)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
|| Φρ.
Πάρω τσ̑ουνουνιά
(Παίρνω Θεία Κοινωνία˙ κοινωνώ, συμμετέχω στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Βγαίν’ τσ̑ουνουριά
(Βγαίνει η Θεία Κοινωνία˙ αρχίζει η Θεία Μετάληψη)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
|| Ασμ.
Βάγια, βάγια, β(ο)ούτσικα, τὄνα πρασινούτσικο[…]
Να το δώσω στον παπά να με δώσει κοινωνιά (Bάγια βάγια, βαγιούτσικα, το ένα πρασινούτσικο […]
Nα το δώσω στον παπά να μου δώσει Θεία Κοινωνία) Ανακ. -Κωστ.Α.
Να το δώσω στον παπά να με δώσει κοινωνιά (Bάγια βάγια, βαγιούτσικα, το ένα πρασινούτσικο […]
Nα το δώσω στον παπά να μου δώσει Θεία Κοινωνία) Ανακ. -Κωστ.Α.
2. Η κοινωνία, το κοινωνικό σύνολο
Μισθ.
:
Χιοός φέρει σι σου κοινωνία, Χιοός παίρ' σι
(Ο Θεός σε φέρνει στην κοινωνία, ο Θεός σε παίρνει)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.