ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κοκκί (ουσ. ουδ.) κοκκί [koˈci] Αξ., Μαλακ., Σινασσ., Τροχ., Φλογ. κοκ-κί [kocˈci] Σίλ. κουκκί [kuˈci] Ανακ., Αραβαν., Γούρδ. κοτσ̑ίν [koˈtʃin] Φάρασ. κοτσ̑ί [koˈtʃi] Αφσάρ., Μισθ., Σατ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φκόσ. κοdζ̑ί [koˈdʒi] Σατ., Φάρασ., Φκόσ. γκοdζ̑ί [goˈdʒi] Αξ., Κίσκ., Τσουχούρ., Φάρασ. κουτσ̑ί [kuˈtʃi] Φάρασ. κουdζ̑ί [kuˈdʒi] Αφσάρ. κότσι [ˈkotsi] Μισθ. κόdζι [ˈkodzi] Φάρασ. κούτσι [ˈkutsi] Φλογ. Πληθ. κοκκιά [koˈca] Αξ., Σίλ. κοτσά [koˈtsa] Μισθ. κοτσ̑έ [koˈtʃe] Φάρασ. κοdζ̑ία [koˈdʒia] Αφσάρ., Τσουχούρ. κόdζε [ˈkodze] Φάρασ. κούτσια [ˈkutsça] Τροχ. Από το μεταγν. ουσ. κοκκίον. Ο τύπ. κουκκί ήδη μεσν. Ο τονισμός στην παραλήγουσα στους τύπ. κότσι και κόdζε πιθ. από επίδρ. του ουσ. κόκκος. Πβ. και τουρκ. διαλεκτ. ουσ. göçe, göce = κόκκοι δημητριακών, δάν. από την ελλ. (Tietze 1955, λ. κοκκί).
1. Κόκκος, σπόρος (συνήθ. του σιταριού), σπυρί Ανακ., Αξ., Μαλακ., Σίλ., Φάρασ. : Ρίβιξαμ' ντου κοτσ̑ί μι ντα χέρια μας (Ρίχναμε, σπέρναμε, το σπόρο με τα χέρια μας) Μισθ. -Κοτσαν. || Παροιμ. Το κοτσ̑ί 'α νάβρει τον ντόπαν ντου, vα φυτρώσει καό (Ο σπόρος αν βρει τον τόπο του, θα φυτρώσει καλός˙ το περιβάλλον στο οποίο γεννιέται ένας άνθρωπος καθορίζει την ζωή του) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Πουλιού το μελός βίρε σο κοκκί ’ναι (Ο νους του πουλιού είναι πάντα στα σπόρια˙ η πρωταρχική έγνοια του καθενός είναι να εξασφαλίσει την επιβίωσή του) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 || Ασμ. Έσπειρα κοκκίν, έσπειρα στην ξερό την πέτρα
Δώκιν Θεός και έγιναν περιθαλάσσι
(Έσπειρα σπόρους, έσπειρα στην ξερή την πέτρα
Έδωσε ο Θεός και έγιναν άφθονοι σαν την θάλασσα)
Μαλακ. -ΚΜΣ-Τραγ.
Έχει και τα τζυγόπαλα τ’ κοκκιά μαλγαριτάρια (Έχει και τα ζυγόπαλά του κόκκους μαργαριτάρι) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361
β. Πασατέμπος Σίλ., Τροχ., Φλογ.
2. Η ελάχιστη δυνατή ποσότητα από υλη που έχει την μορφή κόκκου Αξ., Μισθ., Φλογ. : Ντώσ’ με ντύο κοκκιά χυνιάμα/άλας (Δώσε μου λίγο θυμίαμα/αλάτι ) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ.
β. Ελάχιστο χρονικό διάστημα Μισθ. : Σάbαχτα 'τουν πέφτ’ σταυρός 'ς του λερό απέσ’ μέρα παίρνει ένα κοτσ̑ί (Την επαύριο του Σταυρού, που πέφτει ο σταυρός στο νερό μέσα (4 Ιουλίου με το παλαιό ημερολόγιο), η μέρα παίρνει έναν κόκκο· μεγαλώνει λίγο-λίγο ) Μισθ. -Κωστ.Μ.
3. Σιτάρι Ανακ., Αξ., Αραβαν., Αφσάρ., Γούρδ., Κίσκ., Μαλακ., Μισθ., Σατ., Σινασσ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φκόσ. : Φέτο το κοκκί λίγο χ̑τον (Φέτος το στάρι ήταν λίγο) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. 'ς τα Πάρτες ‘χάγεν ’να αλαμαλί, τ’ Κεκιλ-λή Ντηρμήτ’ ’ναι· ότ͑ις το ηύρεν, ας το παρπάγ’ 'ς τ' σπίτι τ’νε και να πάρ’ ένα σεμσέκ κοκκί (Στις Πάρτες χάθηκε ένα μοσχάρι, είναι του Δημήτρη Κεκιλή· όποιος το βρήκε να το πάει στο σπίτι τους και θα πάρει έξι οκάδες στάρι) Αξ. -Μαυροχ. Βγάζαμε κοτσ̑ί, μήλα, μεράπε (Βγάζαμε σιτάρι, μήλα, αχλάδια) Φάρασ. -ΕΚΠΑ 2142 Οι ναίτσις έβρασαν το κοτσ̑ί, έθηκάν τα να ξερώσει τσ̑αι να ποίκουνι το πλεούρι (Οι γυναίκες έβρασαν το στάρι, το έβαλαν να στεγνώσει για να φτιάξουν το πλιγούρι) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Είχαν κοdζ̑ί, κθάρι, παχλάδε (Είχαν σιτάρι, κριθάρι, φασόλια) Σατ. -ΚΜΣ-ΚΠ389 Να πάρουμ’ λέκου κοτσ̑ί τσ̑αι ν’ αλέσουμι το ’λεύρι (Να πάρουμε λίγο σιτάρι και το αλέσουμε (να γίνει) αλεύρι) Τσουχούρ. -VLACH Ατσ̑εί σπέρκαμε κ'θάρι κουτσ̑ί (Εκεί σπέρναμε κριθάρι, σιτάρι) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Α μέρα πάγασιν σο μύ’ο μο το γαϊρίδι δυό ντάγια κοτσ̑ί να ’λέσει τεΐ (Μια μέρα, που λες, πήγαν στον μύλο με το γαϊδούρι δυό σακιά σιτάρι να το αλέσουν) Αφσάρ. -Παπαδ. Ντεν άλεζαμ' πολύ κότσι (Δεν αλέθαμε πολύ σιτάρι) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Συνών. γέννημα, σιτάρι, ταχίλ
β. Λευκός άρτος από σιτάρι Φάρασ.
4. Κουκούτσι Σίλ. Συνών. κούτσι
5. Η ρώγα του σταφυλιού Ανακ., Μισθ.
6. Σπυράκι του δέρματος Αραβαν., Μισθ., Φλογ. : Τράχη τ' γιόμ' κοτσιά (Η ράχη του είναι γεμάτη σπυριά) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Ψ̑ήνισ̑καμ' ένα κρομμύδ' για τα κοκκιά (Ψήναμε ένα κρεμμύδι για τα σπυριά) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812
7. Το γράμμα της αλφαβήτου, το ψηφίο Αξ.