κοκκινικός
(επίθ.)
κοκκινικό
[kociniˈko]
Μισθ.
Από το επίθ. κόκκινος και το παραγωγ. επίθμ. -ικός.
Κοκκινωπός
:
Κοκκινικό χτέρια
(Κοκκινωπά λιθάρια)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.