κοκλεντίζω
(ρ.)
Αόρ.
κοκλένd’σα
[koˈklendsa]
Φάρασ.
Από το τουρκ. αόρ. köklendi του ρ. köklenmek =ριζώνω.
Αμτβ., ριζώνω, βγάζω ρίζες