κολάι
(ουσ.)
κ͑ολάι
[kʰoˈlai]
Φάρασ.
γκολάι
[goˈlai]
Ουλαγ.
γολάι
[ɣoˈlai]
Αφσάρ., Μισθ., Σίλ., Φάρασ.
γολάιν
[ɣoˈlain]
Φάρασ.
γολάε
[ɣoˈlae]
Φάρασ.
γολάγιν
[ɣoˈlaʝin]
Σίλ.
Θηλ.
κ͑ολαή
[kʰolaˈi]
Φάρασ.
γολαή
[ɣolaˈi]
Φάρασ.
γολαγή
[ɣolaˈʝi]
Αξ.
qολαΐν
[qolaˈin]
Φάρασ.
Από του τουρκ. επίθ. kolay = α) εύκολος, απλός β) εύκολος τρόπος να κάνεις κάτι, όπου και διαλεκτ. τύπ. golay.
1. Εύκολος, απλός
Ουλαγ., Σίλ., Φάρασ.
:
Γκαι ντα χι̂ρσι̂́ζια έπαν κι: «Απ' ιτό γκολάι ένα σ̑ει ντέ 'ναι»
(Και οι κλέφτες είπαν: «Τίποτα δεν είναι ευκολότερο απ' αυτό»)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Απ' εκεινιαρώ ντα 'έρια ντο γκούλτωμα γκολάι ντέ 'ναι
(Από κείνου τα χέρια δεν είναι εύκολο να γλυτώσεις)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Ντο γκούλτωμα ουτσ̑ά γκολάι 'να όγρο 'ναι μι σανdάς;
(Η γέννα έτσι εύκολη υπόθεση είναι νομίζεις;)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Είπαν ντι κι «Τη ναίκα πώς τα έφσαξες;». Είπεν ντι κι "Ένι κ͑ολάι»
(Είπαν «Γιατί σκότωσες την γυναίκα σου;». Είπε: «Είναι απλό’)
Φάρασ.
-Dawk.
'σ' τε 'το γολάιν τίπως τζ̑ό 'νι
(Απ' αυτό πιο εύκολο τίποτε δεν υπάρχει)
Φάρασ.
-Αναστασ.
Γολάι μολάι, ένν' τα ποίκουμι ατό τό 'ργου
(Εύκολη δύσκολη, θα την κάνουμε αυτή την δουλειά)
Αφσάρ.
-Αναστασ.
Συ χετς μη ντϋσ̑ϋντζήγεις, αυτό γολάι ’ναι
(Εσύ καθόλου μην προβληματίζεσαι, αυτό είναι εύκολο)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ5
Ένι τσ̑ι άφ' γολάι
(Είναι πιο εύκολο)
Φάρασ.
-Θεοδ.Ιστ.
Συνών.
χαζίρι
2. Ως ουσ., λύση, η ευκολία ή η άνεση με την οποία κάποιος κάνει ή πετυχαίνει κάτι
Αξ., Μισθ., Σίλ., Φάρασ.
:
Το κ͑ολάιν ντου
(Η ευκολία του να κάνει κάτι)
Φάρασ.
-Dawk.
Ισύ ζαάρ ντου γολάι σ' αραΐζεις
(Εσύ, βέβαια, την ευκολία σου σκέφτεσαι)
Μισθ.
-Κοτσαν.
'γώ 'α νάβρω τη κ͑ολαή ντου
(Εγώ θα βρω την λύση του)
Φάρασ.
-Dawk.
Ηυρίσ̑κ' τ' γολαγή τ', μαίν' απέσω
(Βρίσκει τρόπο, μπαίνει μέσα)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
’μείς σε να βρούμι τ’ γολάγιν του, ξέρουμε τσό σε ποίσουμι
(Εμείς θα βρούμε την λύση, ξέρουμε τι θα κάνουμε)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ5
Συνών.
γιόνι :1, τσαρές :1