ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κολάι (ουσ.) κ͑ολάι [kʰoˈlai] Φάρασ. γκολάι [goˈlai] Ουλαγ. γολάι [ɣoˈlai] Αφσάρ., Μισθ., Σίλ., Φάρασ. γολάιν [ɣoˈlain] Φάρασ. γολάε [ɣoˈlae] Φάρασ. γολάγιν [ɣoˈlaʝin] Σίλ. Θηλ. κ͑ολαή [kʰolaˈi] Φάρασ. γολαή [ɣolaˈi] Φάρασ. γολαγή [ɣolaˈʝi] Αξ. qολαΐν [qolaˈin] Φάρασ. Από του τουρκ. επίθ. kolay = α) εύκολος, απλός β) εύκολος τρόπος να κάνεις κάτι, όπου και διαλεκτ. τύπ. golay.
1. Εύκολος, απλός Ουλαγ., Σίλ., Φάρασ. : Γκαι ντα χι̂ρσι̂́ζια έπαν κι: «Απ' ιτό γκολάι ένα σ̑ει ντέ 'ναι» (Και οι κλέφτες είπαν: «Τίποτα δεν είναι ευκολότερο απ' αυτό») Ουλαγ. -Κεσ. Απ' εκεινιαρώ ντα 'έρια ντο γκούλτωμα γκολάι ντέ 'ναι (Από κείνου τα χέρια δεν είναι εύκολο να γλυτώσεις) Ουλαγ. -Κεσ. Ντο γκούλτωμα ουτσ̑ά γκολάι 'να όγρο 'ναι μι σανdάς; (Η γέννα έτσι εύκολη υπόθεση είναι νομίζεις;) Ουλαγ. -Κεσ. Είπαν ντι κι «Τη ναίκα πώς τα έφσαξες;». Είπεν ντι κι "Ένι κ͑ολάι» (Είπαν «Γιατί σκότωσες την γυναίκα σου;». Είπε: «Είναι απλό’) Φάρασ. -Dawk. 'σ' τε 'το γολάιν τίπως τζ̑ό 'νι (Απ' αυτό πιο εύκολο τίποτε δεν υπάρχει) Φάρασ. -Αναστασ. Γολάι μολάι, ένν' τα ποίκουμι ατό τό 'ργου (Εύκολη δύσκολη, θα την κάνουμε αυτή την δουλειά) Αφσάρ. -Αναστασ. Συ χετς μη ντϋσ̑ϋντζήγεις, αυτό γολάι ’ναι (Εσύ καθόλου μην προβληματίζεσαι, αυτό είναι εύκολο) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ5 Ένι τσ̑ι άφ' γολάι (Είναι πιο εύκολο) Φάρασ. -Θεοδ.Ιστ. Συνών. χαζίρι
2. Ως ουσ., λύση, η ευκολία ή η άνεση με την οποία κάποιος κάνει ή πετυχαίνει κάτι Αξ., Μισθ., Σίλ., Φάρασ. : Το κ͑ολάιν ντου (Η ευκολία του να κάνει κάτι) Φάρασ. -Dawk. Ισύ ζαάρ ντου γολάι σ' αραΐζεις (Εσύ, βέβαια, την ευκολία σου σκέφτεσαι) Μισθ. -Κοτσαν. 'γώ 'α νάβρω τη κ͑ολαή ντου (Εγώ θα βρω την λύση του) Φάρασ. -Dawk. Ηυρίσ̑κ' τ' γολαγή τ', μαίν' απέσω (Βρίσκει τρόπο, μπαίνει μέσα) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. ’μείς σε να βρούμι τ’ γολάγιν του, ξέρουμε τσό σε ποίσουμι (Εμείς θα βρούμε την λύση, ξέρουμε τι θα κάνουμε) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ5 Συνών. γιόνι :1, τσαρές :1