κολάνι
(ουσ. ουδ.)
κολάν'
[koˈlan]
Γούρδ., Φλογ.
qολάν'
[qoˈlan]
Μαλακ.
γολάνg
[ɣο΄laŋg]
Αραβαν.
Aπό το τουρκ. ουσ. kolan = α) ζώνη, περίζωμα β) σχοινί, όπου και διαλεκτ. τύπ. golaŋ (Eren 1999, λ. kolan).