ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κολάνι (ουσ. ουδ.) κολάν' [koˈlan] Γούρδ., Φλογ. qολάν' [qoˈlan] Μαλακ. γολάνg [ɣο΄laŋg] Αραβαν. Aπό το τουρκ. ουσ. kolan = α) ζώνη, περίζωμα β) σχοινί, όπου και διαλεκτ. τύπ. golaŋ (Eren 1999, λ. kolan).
Ίγγλα, ιμάντας για την πρόσδεση σέλλας ή σαμαριού σε υποζύγιο ό.π.τ. Πβ. γκοτλίκ, κουσκούνι