κουσκούνι
(ουσ. ουδ.)
κουσκούν'
[kuˈskun]
Φλογ.
γουσκούνι
[ɣuˈskuni]
Αραβαν.
γουσκούν'
[ɣuˈskun]
Μισθ.
γκουσγκούνι
[guˈzguni]
Ουλαγ.
Από το τουρκ. ουσ. kuskun = λουρί που στερεώνει την σέλλα και περνιέται κάτω από την ουρά του ζώου.
Λουρί που στερεώνει την σέλλα ή το σαμάρι και περνιέται κάτω από την ουρά του ζώου
ό.π.τ.
:
|| Φρ.
Γουσκουνιού κάμαρα
(Λουρίδα του γουσκουνιού˙ λουρίδα που έμπαινε κάτω από την ουρά του αλόγου αριστερά και δεξιά του γουσκουνιού για να το συγκρατεί)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
To γουσκούνι τ' άλλο γόπ'σε
(Το λουρί του σαμαριού κόπηκε πια˙ για κάποιον που αποθρασύνθηκε)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Πβ.
γκοτλίκ, κολάνι