ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κουσκούνι (ουσ. ουδ.) κουσκούν' [kuˈskun] Φλογ. γουσκούνι [ɣuˈskuni] Αραβαν. γουσκούν' [ɣuˈskun] Μισθ. γκουσγκούνι [guˈzguni] Ουλαγ. Από το τουρκ. ουσ. kuskun = λουρί που στερεώνει την σέλλα και περνιέται κάτω από την ουρά του ζώου.
Λουρί που στερεώνει την σέλλα ή το σαμάρι και περνιέται κάτω από την ουρά του ζώου ό.π.τ. : || Φρ. Γουσκουνιού κάμαρα (Λουρίδα του γουσκουνιού˙ λουρίδα που έμπαινε κάτω από την ουρά του αλόγου αριστερά και δεξιά του γουσκουνιού για να το συγκρατεί) Μισθ. -Κωστ.Μ. To γουσκούνι τ' άλλο γόπ'σε (Το λουρί του σαμαριού κόπηκε πια˙ για κάποιον που αποθρασύνθηκε) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Πβ. γκοτλίκ, κολάνι