ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κουτζέρεμα (ουσ. ουδ.) κουτζ̑έρεμα [kuˈdʒerema] Φάρασ. Aπό το ρ. κουτζερεύω και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Έθιμο των Φώτων, κατά το οποίο τα παιδιά έλεγαν τα κάλαντα και κατόπιν κατέβαζαν από την καπνοδόχο ένα τσιγκέλι (κουτζέρι) όπου η νοικοκυρά τοποθετούσε δώρα : Φτένκαμ' κετέζα ατί χαλχάδε, ερχούσανdι τα μαχσούμα τσαι τα τσοτσούχα σο κουdζ̑έρεμα τσ̑αι κρεμάσκαν τα σο κουdζ̑έρι 'πέ ένα (Φτιάχναμε κουλουράκια σαν χαλκάδες, έρχονταν τα μικρά και τα παιδιά στα κάλαντα και τους κρεμάγαμε από ένα στο τσιγκέλι τους) Φάρασ. -Ιορδαν.