κουσουρλής
(επίθ.)
γουσουρλού
[ɣusurˈlu]
Μισθ.
Ουδ.
κουσουρλί
[kusurˈli]
Τροχ.
γουσουρλίδικο
[ɣusurˈliðiko]
Σινασσ.
Από το τουρκ. επίθ. kusurlu = ελαττωματικός.
Ελαττωματικός
ό.π.τ.