ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κούσπος (ουσ. αρσ.) κιουσπέ [cusˈpe] Μαλακ. κούσπος [ˈkuspos] Ανακ., Σίλατ., Σινασσ., Τζαλ., Φλογ. κούσπους [ˈkuspus] Μαλακ. κούσκος [ˈkuskos] Ποτάμ. Από το τουρκ. ουσ. küspe (< περσ. kusba) = φυτικό υπόλειμμα ως λίπασμα, ζωοτροφή ή καύσιμη ύλη.
1. Λινόπιτα, πεπιεσμένο υπόλειμμα λιναρόσπορου μετά την εξαγωγή του ελαίου, το οπ. χρησιμοποιούνταν και ως τροφή αγελάδων ό.π.τ.
2. Άψητο μη φουσκωμένο λασπερό ψωμί Φλογ.