κούσπος
(ουσ. αρσ.)
κιουσπέ
[cusˈpe]
Μαλακ.
κούσπος
[ˈkuspos]
Ανακ., Σίλατ., Σινασσ., Τζαλ., Φλογ.
κούσπους
[ˈkuspus]
Μαλακ.
κούσκος
[ˈkuskos]
Ποτάμ.
Από το τουρκ. ουσ. küspe (< περσ. kusba) = φυτικό υπόλειμμα ως λίπασμα, ζωοτροφή ή καύσιμη ύλη.
1. Λινόπιτα, πεπιεσμένο υπόλειμμα λιναρόσπορου μετά την εξαγωγή του ελαίου, το οπ. χρησιμοποιούνταν και ως τροφή αγελάδων
ό.π.τ.
2. Άψητο μη φουσκωμένο λασπερό ψωμί
Φλογ.