κούστις
(ουσ. ουδ.)
κούσ̑τι̂ζ
[ˈkuʃtɯz]
Αξ.
κούστσ̑ης
[ˈkustʃis]
Αραβαν.
qούσ̑τις
[ˈquʃtis]
Φλογ.
κΰστις
[ˈcystis]
Μισθ.
κούστα
[ˈkusta]
Σινασσ.
κούσ̑ι
[ˈkusi]
Σίλ.
Αγν. ετύμ., πιθ. σχετίζεται με το μεσν. ουσ. κώστης = έντομο παρασιτικό της μέλισσας (λ. άπαξ στο LBG). Mάλλον εσφαλμένη η ετυμολόγ. του Καραποτόσογλου (2003: 203) από το αραβ. ουσ. quš'um = σκόρος.
Σκόρος
ό.π.τ.
:
Κούσ̑ι έφαγι ούλα μας τα ρούχα
(O σκόρος έφαγε όλα μας τα ρούχα)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Συνών.
κουγιάς