κουτζουμελιάζω
(ρ.)
κουτσουμελιάζω
[kutsumeˈʎazo]
Σινασσ.
κουτσουμουλιάζω
[kutsumuˈʎazo]
Σινασσ.
Aπό το ουσ. κουτζουμέλι και το παραγωγ. επίθμ. -ιάζω.
1. Γεμίζω το αγγείο
2. Σωρεύω, μαζεύω