κουτνί
(ουσ. ουδ.)
qουτνί
[qutˈni]
Μαλακ.
κουτνού
[kutˈnu]
Ανακ., Τροχ.
γουτνί
[ɣutˈni]
Φάρασ.
γουτνού
[ɣutˈnu]
Αξ.
Πληθ.
γοτνία
[ɣotˈnia]
Αφσάρ.
Από το μεσν. ουσ. κουτνίν, πβ. Προδρ. 1.59 «τὸ διβλαντάριν τὸ κουτνὶν καὶ τὸ ψιλὸν διβίκιν ἢ χάρισον ἢ πώλησον», το οπ. από το τουρκ. ουσ. kutnu (< αραβ. ḳuṭnī) = δίμιτο ύφασμα από βαμβακερό και μεταξωτό νήμα. Για το ύφασμα βλ. αναλυτικά Κουκουλές ΒΒΠ 6, 270-271. Η λ. και Λιβύσσ. Πόντ. Θράκ. Σκύρ.
1. Πολύτιμο ύφασμα από βαμβάκι και μετάξι, κοινώς ατλάζι, ή και σκέτο μετάξι
ό.π.τ.
:
Να πεγάσωμ' σο γαμπρό το ιμάτ', να πεγάσωμ' ση νύφ' το κουτνού
(Να πάμε στον γαμπρό το πουκάμισο, να πάμε στην νύφη το μεταξωτό ύφασμα)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
|| Φρ.
'α σ' έχω σα γουτνία 'πέσου
(Θα σ' έχω μέσα στα μεταξωτά˙ υπόσχεση μεγάλης περιποίησης)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
2. Συνεκδοχ., το πολυτελές ένδυμα κατασκευασμένο από αυτό το ύφασμα
Αξ., Αφσάρ., Φάρασ.