κουτσιασμένος
(επίθ.)
κουτσιασμένο
[kutsçaˈzmeno]
Γούρδ.
Από το ουσ. κούστις και το παραγωγ. επίθμ. -ιασμένος, αναλογ. προς μτχ. σε -ιασμένος.
Σκωροφαγωμένος