ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κουτσουλιώτα (ουσ.) κουτσουλιώτα [kutsuˈʎota] Μισθ. Από το μεσν. ουσ. κούτζουλον = α) πανωφόρι με κουκούλα β) κορυδαλλός και το παραγωγ. επίθμ. -ιώτης, πβ. και μεσν. ουσ. κουτζουλίτης = κορυδαλλός, καθώς και το κοινό ν.ε. κατσουλιέρης.
Το πτηνό κορυδαλλός (Galerida cristata) της οικογενείας των κορυδαλιδών (Αlaudidae) Συνών. καραμπακάρα :2, τζαρλάγκα