τζαρλάγκα
(ουσ. θηλ.)
τζ̑αρλάγκα
[dʒar'laga]
Αξ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. cırlak = είδος καστανόξανθου πτηνού (THADS, λ. cırlak IV).