τζαρλάγκα
(ουσ. θηλ.)
τζ̑αρλάgα
[dʒar'laga]
Αξ.
τσ̑αρλάνgα
[tʃar'langa]
Αξ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. cırlak = είδος καστανόξανθου πτηνού.
Τροποποιήθηκε: 12/12/2024