τζαρλάγκα
(ουσ. θηλ.)
τζ̑αρλάgα
[dʒar'laga]
Αξ.
τζ̑αρλάνgα
[dʒar'laŋga]
Αξ.
τσ̑αρλάνgα
[tʃar'laŋga]
Αξ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. cırlak = είδος καστανόξανθου πτηνού.
Κορυδαλλός, σταρήθρα
Αξ.
:
Μητέρα μ’ αελφό ξέρεις τι τζ̑αρλάνgες ρίβισ̑κεν εδώ;
(Ο αδελφός της μητέρας μου ξέρεις τι κορυδαλλούς χτυπούσε εδώ;)
Αξ.
-ΙΛΝΕ 1556
|| Φρ.
Σαν την τζ̑αρλάνgα πήεν ήρθεν
(Πήγε κι ήρθε σαν τον κορυδαλλό˙ για κάποιον που κινείται γρήγορα)
Αξ.
-ΙΛΝΕ 1556
Συνών.
καραμπακάρα :2
Τροποποιήθηκε: 12/12/2024