τζάνγκερε
(ουσ. ουδ.)
τζ̑άνgερε
['ʤaŋɟere]
Φάρασ.
Αγν. ετύμ.
1. Μηχανή βασανισμού
:
Ύστερα ξέβεν αbεgείνο σο τζ̑άνgερε μέσα
(Ύστερα βγήκε μέσα από εκείνη την μηχανή βασανισμού)
Φάρασ.
-Dawk.
2. Κρεμάλα
Συνών.
νταράγατζι :1