ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τζάνγκερε (ουσ. ουδ.) τζ̑άνgερε ['ʤaŋɟere] Φλογ. Από του ουσ. cendere (< περσ. candare) = α) μέγγενη, πιεστήριο β) στενό καταθλιπτικό μέρος γ) φαράγγι, πβ. τουρκ. φρ. cendereye koymak = α) πιέζω β) βασανίζω (Redhouse).
1. Μηχανή βασανισμού : Ύστερα ξέβεν αbεgείνο σο τζ̑άνgερε μέσα (Ύστερα βγήκε μέσα από εκείνη την μηχανή βασανισμού) Φλογ. -Dawk.
2. Κρεμάλα Συνών. νταράγατζι :1
Τροποποιήθηκε: 26/08/2025