τζάνγκερε
(ουσ. ουδ.)
τζ̑άνgερε
['ʤaŋɟere]
Φλογ.
Από του ουσ. cendere (< περσ. candare) = α) μέγγενη, πιεστήριο β) στενό καταθλιπτικό μέρος γ) φαράγγι, πβ. τουρκ. φρ. cendereye koymak = α) πιέζω β) βασανίζω (Redhouse).
1. Μηχανή βασανισμού
:
Ύστερα ξέβεν αbεgείνο σο τζ̑άνgερε μέσα
(Ύστερα βγήκε μέσα από εκείνη την μηχανή βασανισμού)
Φλογ.
-Dawk.
2. Κρεμάλα
Συνών.
νταράγατζι :1
Τροποποιήθηκε: 26/08/2025