τζάνω
(ρ.)
τζ̑άνου
['dʒanu]
Μισθ.
Πιθ. από το ρ. ζυγιάζω με τροπή του [z] σε [dz], αποβολ. του [i] και τροπή του [z] σε [n].
Ζυγίζω
:
Τζ̑άνου σοδειά μ'
(Ζυγίζω την σοδειά μου)
Μισθ.
-Κοτσαν.