ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τζαναμπέτης (επίθ.) τζαναbέτης [dzanaˈbetis] Μισθ. τσ̑επαπέτι [tʃenaˈpeti] Φάρασ. τσ̑επαπέτ’ [tʃenaˈpet] Φάρασ. Θηλ. τσ̑επαπέτ’ τ͑σα [tʃenaˈpetʰsa] Φάρασ. Από το τουρκ. επίθ. cenabet (< αραβ. canāba(t)). = α) βρώμικος, άπλυτος β) αντιπαθητικός γ) κακότροπος.
1. Κακότροπος Φάρασ.
2. Ύπουλος Μισθ.