τζαναμπέτης
(επίθ.)
τζαναbέτης
[dzanaˈbetis]
Μισθ.
τσ̑επαπέτι
[tʃenaˈpeti]
Φάρασ.
τσ̑επαπέτ’
[tʃenaˈpet]
Φάρασ.
Θηλ.
τσ̑επαπέτ’ τ͑σα
[tʃenaˈpetʰsa]
Φάρασ.
Από το τουρκ. επίθ. cenabet (< αραβ. canāba(t)). = α) βρώμικος, άπλυτος β) αντιπαθητικός γ) κακότροπος.
1. Κακότροπος
Φάρασ.
2. Ύπουλος
Μισθ.