ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τζαμί (ουσ. ουδ.) τζ̑αμί [ʤaˈmi] Αξ., Αραβαν. τσ̑αμί [tʃaˈmi] Φάρασ. Από το νεότ. ουσ. τζαμί (Λεξ. Σομ., λ. ντζάμι), το οπ. από το τουρκ. ουσ. cami.
Τζαμί, τέμενος ό.π.τ. : Αργά τ' ήρτε κανείς να βρεϊστσ̑εί το ιμάμ, και να ψάλ' σο τζ̑αμί (Αργά ήρθε κάποιος να καλέσει τον ιμάμη και να ψάλλει στο τζαμί) Αραβαν. -Dawk. || Φρ. Σονgραdάν το νιέται Τούρκος, 'ς το τζαμί ντε χωράει (Όποιος εκ των υστέρων γίνεται Τούρκος δεν χωράει στο τζαμί˙ Γίνεται πολύ περήφανος) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. || Παροιμ. Το τζαμί ό,τ͑ι χαdάρ μέγα έν’, χότζας το ξεύρ’ ψαλλίσ̑κει (Το τζαμί όσο μεγάλο είναι, ας είναι, ο χότζας εκείνο που ξέρει ψέλνει˙ ο καθένας κάνει μόνο όσα του επιτρέπουν οι δυνατότητές του) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ.