τζαμί
(ουσ. ουδ.)
τζ̑αμί
[ʤaˈmi]
Αξ., Αραβαν.
τσ̑αμί
[tʃaˈmi]
Φάρασ.
Από το νεότ. ουσ. τζαμί (Λεξ. Σομ., λ. ντζάμι), το οπ. από το τουρκ. ουσ. cami.
Τζαμί, τέμενος
ό.π.τ.
:
Αργά τ' ήρτε κανείς να βρεϊστσ̑εί το ιμάμ, και να ψάλ' σο τζ̑αμί
(Αργά ήρθε κάποιος να καλέσει τον ιμάμη και να ψάλλει στο τζαμί)
Αραβαν.
-Dawk.
|| Φρ.
Σονgραdάν το νιέται Τούρκος, 'ς το τζαμί ντε χωράει
(Όποιος εκ των υστέρων γίνεται Τούρκος δεν χωράει στο τζαμί˙ Γίνεται πολύ περήφανος)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
|| Παροιμ.
Το τζαμί ό,τ͑ι χαdάρ μέγα έν’, χότζας το ξεύρ’ ψαλλίσ̑κει
(Το τζαμί όσο μεγάλο είναι, ας είναι, ο χότζας εκείνο που ξέρει ψέλνει˙ ο καθένας κάνει μόνο όσα του επιτρέπουν οι δυνατότητές του)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.