ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τεχλικές (ουσ. αρσ.) τ͑εχλικ͑ές [tʰexliˈkhes] Φάρασ. τ͑α̈χλικ͑α̈́ς [tʰæxliˈkhæs] Αφσάρ. τεχλικέν [texliˈcen] Ουλαγ. Από το τουρκ. ουσ. tehlike = α) κίνδυνος β) ρίσκο, όπου και διαλεκτ. tählikä.
Κίνδυνος ό.π.τ. : Ντο τεχλικέν ντο βακι̂́τ (Η επικίνδυνη περίσταση) Ουλαγ. -Κεσ.