τεχλικές
(ουσ. αρσ.)
τ͑εχλικ͑ές
[tʰexliˈkhes]
Φάρασ.
τ͑α̈χλικ͑α̈́ς
[tʰæxliˈkhæs]
Αφσάρ.
τεχλικέν
[texliˈcen]
Ουλαγ.
Από το τουρκ. ουσ. tehlike = α) κίνδυνος β) ρίσκο, όπου και διαλεκτ. tählikä.
Κίνδυνος
ό.π.τ.
:
Ντο τεχλικέν ντο βακι̂́τ
(Η επικίνδυνη περίσταση)
Ουλαγ.
-Κεσ.